ζεϊμπέκης

ζεϊμπέκης
ο
(λ. τουρκ.), άτακτος στρατιώτης της σουλτανικής Τουρκίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζεϊμπέκης — Άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας στην Τουρκία του 19ου αι., που πιθανολογείται ότι προερχόταν από εξισλαμισμένους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Οι ζ. ήταν απόγονοι των Θρακών, από τους οποίους είχαν διατηρήσει πολλά χαρακτηριστικά, και αποτελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • ζεϊμπέκικος — Νησιώτικος χορός, αντικριστός ή ατομικός. Χορεύεται σε ρυθμό 9/8 και άλλες φορές είναι γοργός, ενώ κάποιες άλλες, αργός και βαρύς. Ο μεγαρίτικος ζ., χορεύεται αντικριστά από ζευγάρια γυναικών που κρατούν ένα μεγάλο μαντίλι, με το οποίο συνοδεύουν …   Dictionary of Greek

  • Κουμέλης, Εμμανουήλ — (19ος αι.). Ζωγράφος από την Άνδρο. Σπούδασε στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης, από την οποία αποφοίτησε με άριστα. Φιλοτέχνησε πολλούς πίνακες, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι Τα ευτυχισμένα γεράματα, που εκτέθηκε το 1899 σε έκθεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”